ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΤΟΠΙΚΑ ΝΕΑ

Απόδοση 23%: Πώς έβγαζαν οι «ραντιέρηδες» 2000€ το μήνα άκοπα, αφορολόγητα και χωρίς κανένα ρίσκο

Θησαύρισαν εις βάρος των πολλών - πλέον είναι... προϊστορικό είδος

Aφηναν τα λεφτά τους να κάθονται και αυτά «αυγάτιζαν». Φούσκωναν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς χωρίς να συμμετέχουν καθόλου στην παραγωγική διαδικασία. Χρειαζόταν απλά και μόνο να είχες λεφτά στην άκρη, ένα κάποιο κεφάλαιο. Και αυτό αρκούσε, με το παραπάνω, για να αποκομίζεις γενναίο εισόδημα, κάθε χρόνο, από τους τόκους και μόνο. Άκοπα, χωρίς έγνοιες, μήτε άγχος. Εις βάρος των υπολοίπων, στην υγειά των κορόιδων. Ειδικά η περίοδος 1985-1995 ήταν χρυσωρυχείο για τους λεγόμενους ραντιέρηδες.

Έτσι τους είχε βαφτίσει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Σε μια ελληνοποιημένη απόδοση αντίστοιχου διεθνούς όρου με αρνητική φόρτιση. Ο ιστορικός ηγέτης του ΠΑΣΟΚ αναφερόταν σε αυτούς που κέρδιζαν τεράστια χρηματικά ποσά μέσα από τους τόκους εντόκων γραμματίων, ομολόγων του Δημοσίου και τραπεζικών καταθέσεων. Κάποια στιγμή, τους είχε αποκαλέσει και «παράσιτα που απομυζούν την ικμάδα του ελληνικού κράτους», καθώς αυτό αναγκαζόταν να δανείζεται όλο και με υψηλότερα επιτόκια προκειμένου να είναι σε θέση να πληρώνει τόκους και χρεολύσια.

Οι ραντιέρηδες είχαν «ψηλώσει» και αυτό κάθε άλλο παρά ωφέλιμο ήταν για την οικονομία και την ανάπτυξη. Μια στρέβλωση του συστήματος; Σαφώς. Ουσία είναι πως μια συγκεκριμένη ομάδα του ελληνικού πληθυσμού θησαύρισε, έφτασε να μοιράζεται κάποια στιγμή ένα ποσοστό της τάξης του 13% (!) του ΑΕΠ, ένα τεράστιο και πέρα από κάθε οικονομική λογική μερίδιο της πίτας του εθνικού εισοδήματος. Για να καταλάβετε το μέγεθος, την ίδια περίοδο, επιχειρηματίες και εργαζόμενοι αντιπροσώπευαν συνολικά το 17% του ΑΕΠ…

Δεν υπήρχε κάποιου είδους ομοιογένεια στους ραντιέρηδες. Προέρχονταν από όλες τις κοινωνικές τάξεις. Από μεσαία στρώματα ως μεγαλοεπιχειρηματίες. Όλοι τους αξιοποιούσαν προς όφελός τους τα υψηλά επιτόκια με τα οποία δανειζόταν το κράτος για να εξυπηρετήσει το ογκώδες δημόσιο χρέος. Με άλλα λόγια, επένδυαν στην κακή δημοσιονομική κατάσταση της χώρας.

Επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στις αρχές της δεκαετίας του 1990 δηλαδή, με το δημόσιο χρέος να εκτινάσσεται και τον πληθωρισμό να βρίσκεται στο 23%(!), το Δημόσιο αναγκάστηκε να βγάλει ετήσια έντοκα γραμμάτια με απόδοση 23% και 24%. Η… Disneyland των ραντιέρηδων. Με ένα ποσό σε δραχμές αντίστοιχο των σημερινών 100.000 ευρώ, μπορούσε κάποιος να έχει μηνιαίο εισόδημα της τάξης των 2.000 ευρώ ή διαφορετικα, ετήσιο 24.000 ευρώ χωρίς να κάνει πραγματικά το παραμικρό – και αφορολόγητα παρακαλώ. Ζούσε δηλαδή μια οικογένεια άνετα και πλουσιοπάροχα, χωρίς κανένας εκ των μελών της να είναι απαραίτητο να εργάζεται, να προσφέρει στην παραγωγική διαδικασία.

Το «πάρτι» σταμάτησε από το 1996 κι ύστερα. Λόγω της απότομης πτώσης του πληθωρισμού και της παράλληλης σημαντικής μείωσης των κρατικών ελλειμάτων. Τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων άρχισαν να πέφτουν ραγδαία. Από 20,25% τον Δεκέμβριο του 1993 πήγαν στο 11,2% τον Δεκέμβριο του 1996 και όλο και πιο κάτω. Οι ραντιέρηδες έχασαν την κότα με τα χρυσά αυγά και άρχισαν να ψάχνουν άλλα τραπεζικά προϊόντα. Μετέπειτα, στράφηκαν στο χρηματιστήριο ή σε άλλες τοποθετήσεις. Πάντα και σταθερά στο κυνήγι των υψηλών αποδόσεων, στις οποίες είχαν συνηθίσει, καλομάθει.

Σήμερα, δεν υπάρχουν «ραντιέρηδες». Για τον απλό λόγο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις. Το οικονομικό παιχνίδι παίζεται αλλιώς, οι δημοσιονομικοί όροι έχουν αλλάξει ριζικά. Δεν μπορείς να έχεις τα λεφτά σου στην τράπεζα και από αυτό και μόνο να περιμένεις να γεννηθεί εισόδημα της προκοπής. Τα επιτόκια των εντόκων γραμματίων είναι από αρνητικά έως μηδενικά, για καταθέσεις μέχρι 60.000 ευρώ ο τόκος είναι πρακτικά μηδενικός, ως 200.000 ευρώ είναι περί το 0,1%. Ούτε οι προθεσμιακές καταθέσεις αποφέρουν κάποιο τόκο της προκοπής. Αυτός που κέρδιζε στα μέσα των 90’s ετήσιο εισόδημα 24.000 ευρώ απλά και μόνο με τοποθέτηση 100.000 σε έντοκα γραμμάτια ή σε 5ετή ομόλογα, τώρα στην καλύτερη, θα πάρει 250 ευρώ το χρόνο. Στις προθεσμιακές καταθέσεις η ετήσια απόδοση των 100.000 ευρώ μπορεί να πάει παραπάνω, ως και 1.000 ευρώ, καθώς τα επιτόκια είναι διαπραγματεύσιμα. Αλλά και πάλι, προφανώς, δεν μιλάμε για κάτι «ουάου», ειδικά σε σύγκριση με άλλοτε.

Για να πάρει κάποιος 24.000 ευρώ το χρόνο μόνο από τόκους, όπως έκανε ο αποταμιευτής του 1992 με κατάθεση 100.000 ευρώ (το αντίστοιχο σε δραχμές), θα πρέπει να τοποθετήσει κοντά 2,5 εκατομμύρια(!) σε 10ετή ομόλογα ή σε προθεσμιακή κατάθεση. Κατανοούμε συνεπώς πως οι ραντιέρηδες, τουλάχιστον στην ένταση και στην ευρύτητα που υπήρχαν, αποτελούν μακρινή και μόνο ανάμνηση. Οι τράπεζες δεν έχουν πια ανάγκη τον απλό καταθέτη. Χρειάζονται και επιζητούν ενεργούς πελάτες που θα κάνουν άλλου είδους συναλλαγές, που θα αγοράσουν άλλα προϊόντα. Το «έχω λεφτά, κάθονται και γεννάνε» έχει πεθάνει πια ως σενάριο, ως επιλογή. 

Όσοι έζησαν πάντως στα χάι του το φαινόμενο και είχαν τη γνώση – δυνατότητα, θησαύρισαν. Έφτιαξαν σπίτια, έφτιαξαν περιουσίες. Εκμεταλλεύτηκαν μια ευκαιρία, ένα παράθυρο μεγάλου κέρδους. Που όμως στην ουσία ήταν εις βάρος της χώρας τους. Ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούσαν ή το αρνούνταν, αυτό ακριβώς συνέβαινε. Μια ακόμα έκφανση της ατομικιστικής και «αρπαχτικής» νοοτροπίας που διαπότισε από ένα σημείο κι ύστερα την ελληνική κοινωνία, ένα από τα πολλά στρεβλά που οδήγησαν στη χρεοκοπία, τα μνημόνια και όλο το υπόλοιπο «πακέτο (όχι σωτηρίας)»…

 

ΠΗΓΗ:Απόδοση 23%: Πώς έβγαζαν οι «ραντιέρηδες» 2000€ το μήνα άκοπα, αφορολόγητα και χωρίς κανένα ρίσκο

Related Articles

Δείτε επίσης
Close
Back to top button